rescind$69537$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rescind$69537$ - translation to ελληνικό

REMEDY WHICH ALLOWS A CONTRACTUAL PARTY TO CANCEL THE CONTRACT
Rescind; Rescission of contract; Rescinded

rescind      
v. ακυρώ, καταργώ, ανακαλώ, αναιρώ

Ορισμός

Rescind
·vt To cut off; to Abrogate; to Annul.
II. Rescind ·vt Specifically, to vacate or make void, as an act, by the enacting authority or by superior authority; to Repeal; as, to rescind a law, a resolution, or a vote; to rescind a decree or a judgment.

Βικιπαίδεια

Rescission (contract law)

In contract law, rescission is an equitable remedy which allows a contractual party to cancel the contract. Parties may rescind if they are the victims of a vitiating factor, such as misrepresentation, mistake, duress, or undue influence. Rescission is the unwinding of a transaction. This is done to bring the parties, as far as possible, back to the position in which they were before they entered into a contract (the status quo ante).